-
1 γλαυκιάω
A glaring fiercely, of a lion, Il.20.172;γ. ὄσσοις δεινόν Hes.Sc. 430
; of a sparkling stone, D.P.1121;γλαυκιόωσα σελήνη Man.5.250
: [ per.] 3pl.γλαυκιόωσι Opp.C.3.70
; late Prose,γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Hld.7.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκιάω
См. также в других словарях:
γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… … Dictionary of Greek